- εμπίπτω
- (AM ἐμπίπτω)1. επιτίθεμαι ορμητικά2. (για γεγονότα, καταστάσεις κ.λπ.) παρουσιάζομαι ξαφνικά, απροσδόκηταμσν.- νεοελλ.περιλαμβάνομαι, περιέχομαι στην αρμοδιότητα, στη δικαιοδοσία, στον τομέα κ.λπ. («δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες τού Αρείου Πάγου», «το θέμα εμπίπτει στο αντικείμενο τής ψυχολογίας»)|Į μσν.1. παρασύρομαι2. παρέρχομαι, περνώαρχ.1. πέφτω μέσα («ἐν δ' ἔπεσ' Ώκεανῷ λαμπρὸν φάος ἠελίοιο», Ιλ.)2. πέφτω επάνω («ὁ δ' ὕπτιος ἔμπεσε πέτρη», Ιλ.)3. συναντιέμαι με κάποιον4. προσβάλλω, βρίζω5. μπαίνω ορμητικά6. παρεμβάλλομαι αυθαίρετα7. (για ψυχικά πάθη, συναισθήματα) κυριεύω, υποδουλώνω8. (για λόγο) παρουσιάζομαιακούγομαι ξαφνικά («κἄν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις», Αριστοφ.)9. φθάνω στ' αφτιά, γίνομαι γνωστός («λόγος ἐμπέμπτωκέ μοι», Σοφ.)10. επιδρώ, επενεργώ.
Dictionary of Greek. 2013.